Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀλωπεκίας
ἀλωπεκίασις
ἀλωπεκιδεύς
ἀλωπεκίασις,
εως
(
ἡ
) [
ᾰλ
]
c.
ἀλωπεκία,
Gal.
6, 118
.
Étym.
ἀλωπεκιάω
.