Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀλωπεκίασις
ἀλωπεκιδεύς
ἀλωπεκίζω
ἀλωπεκιδεύς,
έως
(
ὁ
) [
ᾰῐ
] jeune renard,
Ar.
Pax
1067 ;
El.
N.A.
7, 47
.
Étym.
ἀλωπεκίς
.