ἀμαλλοδέτης

ἀμαλλοτόκος

ἀμαλλοφόρος
ἀμαλλο·τόκος, ος, ον [ᾰμ] qui enfante des gerbes, Nonn. D. 7, 84.
Étym. ἄμαλλα, τίκτω.