ἀμεμφής

ἀμεμφῶς

ἀμεμψίμοιρος
ἀμεμφῶς, adv. sans reproche, Clém. 870 ||
E Ion. ἀμεμφέως, Orph. H. 42, 11.
Étym. ἀμεμφής.