ἀμφανέειν

ἀμφαραϐέω-ῶ

ἀμφαραϐίζω
ἀμφ·αραϐέω-ῶ [ᾰρᾰ] (seul. ao. 3 sg. ἀμφαράϐησε) retentir alentour, Il. 21, 408.