ἀμφαραϐέω-ῶ

ἀμφαραϐίζω

Ἀμφάρης
ἀμφ·αραϐίζω [ᾰρᾰ] (seul. impf. 3 sg. ἀμφαράϐιζεν) c. le préc. Hés. Sc. 64.