ἀμφίϐλημα

ἀμφιϐληστρεύω

ἀμφιϐληστρικός
ἀμφιϐληστρεύω (seul. part. pf. pass. ἠμφιϐληστρευμένος) prendre au filet, Aqu. Esai. 51, 20.
Étym. ἀμφίϐληστρον.