ἀμφιϐληστρεύω

ἀμφιϐληστρικός

ἀμφιϐληστροειδής
ἀμφιϐληστρικός, ή, όν, qui enveloppe comme un filet, Plat. Soph. 235b.
Étym. ἀμφίϐληστρον.