ἀμφιϐληστρικός

ἀμφιϐληστροειδής

ἀμφίϐληστρον
ἀμφιϐληστρο·ειδής, ής, ές, semblable à un filet, Gal. 2, 237 ; Ruf. p. 38.
Étym. ἀ. εἶδος.