ἀμφιλιπής

ἀμφιλογέω-ῶ

ἀμφιλογία
ἀμφιλογέω-ῶ, Jos. A.J. 18, 1, 4 ; d’ord. moy. ἀμφιλογέομαι-οῦμαι, disputer : περί τινος, Plut. Lys. 22, sur qqe ch.(ἀμφίλογος).