ἀμφίρρυτος

ἀμφιρρώξ

ἀμφίρυτος
ἀμφιρρώξ, gén. ῶγος (ὁ, ἡ) abrupt de tous côtés, A. Rh. 1, 995.
Étym. ἀμφιρρήγνυμι.