ἀμφίσϐαινα

ἀμφισϐασίη

ἀμφισϐατέω
ἀμφισ·ϐασίη, ης () [ϐᾰ] ion. c. ἀμφισϐήτησις, Hdt. 4, 14 ; 8, 81.
Étym. ἀ. βαίνω.