ἀμφιστρατάομαι

ἀμφιστραφής

Ἀμφιστρεύς
ἀμφι·στραφής, ής, ές [ᾰφ] que l’on tourne facilement en tous sens, Diotog. (Stob. Fl. 48, 62).
Étym. ἀ. στρέφω.