Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀμφίστομος
ἀμφιστρατάομαι
ἀμφιστραφής
ἀμφι·στρατάομαι
(
seul.
impf. 3 pl. épq.
ἀμφεστρατόωντο
) [
ᾰτ
] entourer de troupes, assiéger,
Il.
11, 713
.
Étym.
ἀ. στρατός
.