ἀμυγδαλοειδής

ἀμυγδαλόεις

ἀμυγδαλοκατάκτης
ἀμυγδαλόεις, όεσσα, όεν [ᾰᾰ] c. ἀμυγδαλίτης, Nic. Th. 891.