Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀμυγδαλόεις
ἀμυγδαλοκατάκτης
ἀμύγδαλον
ἀμυγδαλο·κατάκτης,
ου
(
ὁ
) [
ᾰᾰκᾰ
] casse-amandes,
Ath.
53
b
.
Étym.
ἀ. κατάγνυμι
.