ἀναϐέϐροχεν

ἀναϐέϐρυχεν

Ἀναϐησίνεως
ἀνα·ϐέϐρυχεν [] 3 sg. pf. d’*ἀναϐρύζω, *ἀναϐρύχω, jaillir avec bruit, Il. 17, 54.
Étym. var. ἀναϐέϐροχεν.