ἀναϐιϐασμός

ἀναϐιϐαστέον

ἀναϐιϐρώσκω
ἀναϐιϐαστέον [] vb. d’ἀναϐιϐάζω, Xén. Hipp. 1, 2 ; Plat. Rsp. 467e.