ἀναϐιόω-ῶ

ἀναϐίωσις

ἀναϐιώσκομαι
ἀναϐίωσις, εως () résurrection, Plut. Luc. 18 ; Spt. 2 Macc. 7, 9, etc.
Étym. ἀναϐιόω.