ἀναδενδρῖτις ἄμπελος

ἀναδενδρομαλάχη

ἀναδενδρόομαι-οῦμαι
ἀνα·δενδρο·μαλάχη, ης () [μᾰᾰ] mauve qui monte en arbre, Orib. 2, 541, 584, 660 B.-Dar.
Étym. ἀ. δένδρον, μ.