ἀναδενδρομαλάχη

ἀναδενδρόομαι-οῦμαι

ἀνάδεξαι
ἀνα·δενδρόομαι-οῦμαι, monter aux arbres, en parl. de la vigne, Nyss. 1, 661 Migne.
Étym. ἀνά, δένδρον.