ἀναγνώστης

ἀναγνωστικός

ἀναγόρευσις
ἀναγνωστικός, ή, όν :
1 habile à lire, Arstt. Rhet. 3, 12, 2 ||
2 qui aime à lire, Plut. M. 514a ; Arr. Epict. 2, 18, 2.