ἀναγνωστέον

ἀναγνώστης

ἀναγνωστικός
ἀναγνώστης, ου () lecteur, Cic. Att. 1, 12 ; Plut. Crass. 2 ; Spt. 1 Esdr. 8, 8.
Étym. ἀναγιγνώσκω.