ἀναγώγως

ἀναγώνιστος

ἀναδαίω
ἀν·αγώνιστος, ος, ον [ᾰγ]
1 qui n’engage pas de lutte, Thc. 4, 92 (ἀνανταγώνιστοι Bœhme) ||
2 qui n’a jamais disputé le prix, Xén. Cyr. 1, 5, 10.
Étym. ἀν-, ἀγωνίζομαι.