ἀνάγωγος

ἀναγώγως

ἀναγώνιστος
ἀναγώγως [ᾰγ] adv.
1 grossièrement, Mach. (Ath. 580e) ||
2 d’une façon inepte, Ath. 585a ||
Cp. -ότερον, Ath. 585a.
Étym. ἀνάγωγος.