ἀναισχύντημα

ἀναισχυντία

ἀναισχυντογράφος
ἀναισχυντία, ας () impudence, Xén. Cyr. 1, 2, 7, etc. ; Plat. Leg. 701a, Conv. 192a, etc.
Étym. ἀναίσχυντος.