ἀναισχυντία

ἀναισχυντογράφος

ἀναίσχυντος
ἀναισχυντο·γράφος, ου () [ᾰφ] écrivain obscène, Pol. 12, 13, 1.
Étym. ἀναίσχυντος, γράφω.