ἀνακαμψέρως

ἀνακαμψίπνοος

ἀνάκαμψις
ἀνακαμψί·πνοος, οος, οον, (vent) qui souffle en sens contraire, Arstt. Mund. 4, 15.
Étym. ἀνακάμπτω, πνέω.