ἀνακαμψίπνοος

ἀνάκαμψις

ἀνάκανθος
ἀνάκαμψις, εως () action de revenir sur ses pas, retour, Hpc. 278, 39 ; Arstt. Meteor. 4, 9, 8.
Étym. ἀνακάμπτω.