ἀνάκαμψις

ἀνάκανθος

ἀνακάπτω
ἀν·άκανθος, ος, ον [ᾰκ]
1 sans épines, Th. H.P. 3, 12, 9 ||
2 sans arête, Hdt. 4, 53.
Étym. ἀν-, ἄκανθα.