ἀνακομϐόομαι-οῦμαι

ἀνακομιδή

ἀνακομίζω
ἀνακομιδή, ῆς ()
1 action de recouvrer, Dém. 250, 13 (décr.) ||
2 recouvrement des forces, Hpc. V. med. 171 ||
3 retour, Arstt. H.A. 8, 12, 9.
Étym. ἀνακομίζω.