ἀνακτέον

ἀνάκτησις

ἀνακτητέος
ἀνάκτησις, εως ()
1 action de se concilier qqn, Hdn 6, 6, 6 ||
2 recouvrement des forces, Hpc. 10, 2.
Étym. ἀνακτάομαι.