ἀνάκτησις

ἀνακτητέος

ἀνακτητικός
ἀνακτητέος, α, ον, vb. d’ἀνακτάομαι, Philstr. 55 ; Syn. De regn. 14, 1092 c Migne ; au neutre, Antyll. (Orib. 2, 51 B.-Dar.).