Ἀνακτοτέλεσται

ἀνάκτωρ

ἀνακυΐσκω
ἀνάκτωρ, ορος () [ᾰν] maître, roi, Eschl. Ch. 356 ; Eur. I.T. 1414.
Étym. ἄναξ.