ἀνάκτορον

Ἀνακτοτέλεσται

ἀνάκτωρ
Ἀνακτο·τέλεσται, ῶν (οἱ) [ᾰν] chefs des Corybantes, Paus. 10, 37, 8 ; Clém. 12.
Étym. ἄναξ, τελεστής.