ἀναλιχμάομαι-ῶμαι

ἀναλκεία

ἀναλκής
*ἀν·αλκεία, ion. ἀν·αλκείη, ης () faiblesse, lâcheté, Il. 6, 74 ; 17, 320.
Étym. ἀναλκής.