ἀνάλιστος

ἀναλιχμάομαι-ῶμαι

ἀναλκεία
ἀνα·λιχμάομαι-ῶμαι, enlever en léchant, Jos. A.J. 8, 15, 6 ; Philstr. V. Ap. 5, 42.