ἀναμάρτητος

ἀναμαρτήτως

ἀναμαρυκάομαι-ῶμαι
ἀναμαρτήτως [ᾰμ] adv.
1 sans se tromper, Xén. Mem. 2, 8, 5 ||
2 sans faire de mal, Dém. 1407, 18.