ἀναμαρτήτως

ἀναμαρυκάομαι-ῶμαι

ἀναμασάομαι-ῶμαι
ἀνα·μαρυκάομαι-ῶμαι [μᾱῠ] c. ἀναμηρυκάομαι, Luc. Gall. 8 ; Clém. Str. p. 677.