ἀναμφισϐήτητος

ἀναμφισϐητήτως

ἀνανάγκαστος
ἀναμφισϐητήτως, adv. sans contestation, Xén. Hell. 4, 3, 19 ; 7, 2, 6 ; Plat. Soph. 259b, etc.