ἀναμπέχονος

ἀναμπλάκητος

ἀνάμπυξ
ἀν·αμπλάκητος, ος, ον [ᾰκ]
1 qui ne s’égare pas, infaillible, Soph. O.R. 472 (var. ἀναπλάκητος), Tr. 120 ||
2 innocent, Eschl. Ag. 344.
Étym. ἀν-, ἀμπλακεῖν.