ἀναμπλάκητος

ἀνάμπυξ

ἀναμυχθίζομαι
ἀν·άμπυξ, υκος (ὁ, ἡ) [ῠκ] sans bandeau sur le front, Call. Cer. 125.
Étym. ἀν-, ἄ.