ἀναγκαῖος

ἀναγκαιότης

ἀναγκαίως
ἀναγκαιότης, ητος () [ᾰν]
1 liens du sang (lat. necessitudo) Pol. 18, 34, 10 ||
2 nécessité, Sext. P. 2, 205.
Étym. ἀναγκαῖος.