ἀναντίθετος

ἀναντίλεκτος

ἀναντιλέκτως
ἀν·αντίλεκτος, ος, ον, incontestable, Cic. Q. fr. 2, 10 ; Luc. Eun. 13.
Étym. ἀν-, ἀντιλέγω.