ἀναντίϐλεπτος

ἀναντίθετος

ἀναντίλεκτος
ἀν·αντίθετος, ος, ον, que l’on ne peut contredire, Simpl. Epict. p. 12, 13.
Étym. ἀν-, ἀντιτίθημι.