ἀναντιλέκτως

ἀναντίληπτος

ἀναντίρρητος
ἀν·αντίληπτος, ος, ον, insensible à, gén. Diosc. Eup. 1, 13.
Étym. ἀν-, ἀντιλαμϐάνω.