ἀναντίληπτος

ἀναντίρρητος

ἀναντιρρήτως
ἀν·αντίρρητος, ος, ον, qu’on ne peut contester ou contredire, Pol. 6, 7, 7, etc. ; Plut. Them. 24 ; NT. Ap. 19, 36.