ἀναπαλινδρομέω-ῶ

ἀναπάλλακτος

ἀναπάλλω
ἀν·απάλλακτος, ος, ον, qu’on ne peut écarter, Jul. 265d ; Syn. 183a.
Étym. ἀν-, ἀπαλλάσσω.