ἀναφροντίζω

ἄναφρος

ἀναφυγή
ἄν·αφρος, ος, ον [ᾰφ] sans écume, Hpc. 47, 40 ; Arét. Caus. m. acut. 2, 2.
Étym. ἀν-, ἀφρός.