ἀναπίμπρημι

ἀναπίνω

ἀναπίπτω
ἀνα·πίνω (ao. 2 ἀνέπιον ; pass. fut. ἀναποθήσομαι, ao. ἀνεπόθην)
1 pomper, Hpc. V. med. 18 ||
2 résorber, Hpc. Art. 805.